- σχίνος
- (πιστακία η λεντίσκος). Αειθαλής πυκνοφυής θάμνος της οικογένειας των Ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα), γνωστός από την αρχαιότητα. Πολύ κοινό είδος στις περιοχές και στα νησιά της Μεσογείου, συναντιέται και στην Ελλάδα, στην κατώτερη ζώνη των πυριτικών εδαφών, όπου βρίσκονται οι διαπλάσεις σκληρόφυλλων θάμνων· έχει φύλλα ζυγώς φτερωτά, με φυλλάρια μικρά και δερματώδη, αειθαλή, σκουροπράσινα, τα οποία αναδίνουν έντονη μυρωδιά. Στις μασχάλες των φύλλων εμφανίζονται οι βότρεις των αρρένων και θηλέων ανθέων. Οι καρποί είναι δρύπες υποσφαιρικές, κοκκινωπές αρχικά, μελανές κατά την ωρίμαση. Ο μαστιχοφόρος σ. της Χίου*, που παράγει την ονομαστή μαστίχα* είναι παραλλαγή του κοινού σ. Συγγενή είδη με το σ. είναι η φιστικιά* και η κοκκορεβιθιά*.
Κλαδιά σχίνου με καρπούς.
* * *ο / σχῑνος, ἡ, ΝΜΑ, και σκίνος και τ. ουδ. πληθ. σκίνα, τα, Νκοινή σήμερα ονομασία τού φυτού Pistacia lentiscus που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκει στο γένος πιστακία, αλλ. μαστιχόδενδρονεοελλ.βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών το οποίο ανήκει στην οικογένεια ανακαρδιίδες τής τάξης ρουτώδη και περιλαμβάνει 20 ώς 30 είδη αειθαλών μικρών δένδρων ή θάμνων που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά και για τη σκιά τους, συνήθως σε δενδροστοιχίες κατά μήκος τών δρόμων, αλλ. σχοίνοςαρχ.ο βολβός τού φυτού σκίλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Όνομα φυτού, άγνωστης ετυμολ. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται και ο μεταπλασμένος τ. πληθ. σκίνα (πρβλ. σκίζω: σχίζω].
Dictionary of Greek. 2013.